ἐναμηχανοῦντες

ἐναμηχανοῦντες
ἐν-ἀμηχανάω
to be
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic)
ἐν-ἀμηχανέω
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυοδία — ἡ, ΜΑ 1. μακρύς δρόμος, μακρινή οδοιπορία 2. ύπαρξη πολλών δρόμων, λαβύρινθος («ταῖς πολυοδίαις τοῡ βίου τούτου ἐναμηχανοῦντες», Γρηγ. Νύσσ.) 3. (για εσφαλμένα επιχειρήματα) κυκεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁδός + κατάλ. ία (πρβλ. παρ οδ ία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”